- τετευχῆσθαι
- τετευχῆσθαι (τευχέω, τεύχεα), inf. perf. pass.: to have armed ourselves, be armed, Od. 22.104†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τετευχῆσθαι — to be armed perf inf pass (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετευχήσθαι — Α (επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< *τετευχέσ θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ *τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
τευχώ — έω, Α βλ. τετευχῆσθαι … Dictionary of Greek
τεύχημα — τὸ, Α κατασκεύασμα, δημιούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί είτε < τεῦχος + κατάλ. ημα (πρβλ. λέσχη: λέσχ ημα) είτε < αμάρτυρο ρ. *τευχῶ (πρβλ. παρακμ. τετευχῆσθαι)] … Dictionary of Greek